- ὀλισθάνει
- ὀλισθάνωslippres ind mp 2nd sgὀλισθάνωslippres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολισθαίνω — (ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω) 1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα αρχ. 1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω… … Dictionary of Greek